- χυδαίους
- χυδαῖοςpoured out in streamsmasc/fem acc plχυδαιόωmake vulgarimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CHYDAEAE — Graece χυμαῖοι, apud Plinium et Dioscoridem, palmulae dictar sunt mitionres, quae maturae sunt, quasi tum viliores, quod vox Graecis notat, vide Plinium, l. 14. c. 16. de Vinorum generibus, et Dioscoridem, ubi de vino palmeo loquens, λαβὼν,… … Hofmann J. Lexicon universale
σκύλινος — η, ο, Ν 1. σκυλήσιος 2. παροιμ. «χίλιες οκάδες βούτυρο σε σκύλινο τομάρι» λέγεται για ανθρώπους που έχουν πολλά προτερήματα και προσόντα αλλά, ταυτόχρονα, και κακούς και χυδαίους τρόπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος + κατάλ. ινος (πρβλ. ελεφάντ ινος)] … Dictionary of Greek
τριβολεκτράπελος — ον, Α φρ. «τριβολεκτράπελα στωμύλλω» βγάζω από το στόμα μου χυδαίους ή βάναυσους αστεϊσμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίβολος «είδος φυτού, ζιζάνιο» + ἐκτράπελος «παράδοξος, τερατώδης»] … Dictionary of Greek
χυδαιότροπος — ον, Μ αυτός που έχει χυδαίους τρόπους, που συμπεριφέρεται χυδαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαῖος + τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ἀρχαιό τροπος) … Dictionary of Greek
χυδαϊκός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους χυδαίους, ευτελής. επίρρ... χυδαϊκώς / χυδαϊκῶς, ΝΑ με χυδαίο τρόπο ή σε χυδαία γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος/χυδαΐζω. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek
Φόκνερ, Ουίλιαμ — (Faulkner, Νιου Όλμπανι, Μισισιπής 1897 – Όξφορντ, Μισισιπής 1962). Αμερικανός συγγραφέας. Κατά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο τραυματίστηκε σε αεροπορικό επεισόδιο. Όταν γύρισε στην πατρίδα του γράφτηκε στο πανεπιστήμιο, κάνοντας συγχρόνως διάφορα… … Dictionary of Greek
χυδαΐζω — χυδάισα 1. συμπεριφέρομαι κατά χυδαίο τρόπο, μιμούμαι τους χυδαίους ανθρώπους. 2. μεταχειρίζομαι παρατραβηγμένη, ακραία δημοτική γλώσσα στον προφορικό ή το γραπτό λόγο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)